«Τά ἀδύνατα παρ᾽ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι» (Λουκ. 18.27).
Τό θέμα τῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ θέτει ὁ Χριστός στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ἡ συζήτηση ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀποτυχία τοῦ εὐσεβοῦς ἐκείνου πλουσίου, ὁ ὁποῖος πλησίασε τόν Χριστό γιά νά τόν ρωτήσει πῶς μπορεῖ νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Καί ἐνῶ τόν διαβεβαίωσε ὅτι τηρεῖ σέ ὅλη του τή ζωή τίς ἐντολές τοῦ θείου νόμου, δυσκολεύθηκε νά συμμορφωθεῖ μέ τήν τελευταία πού τοῦ ὑπέδειξε ὁ Χριστός, νά πωλήσει δηλαδή τά ὑπάρχοντά του καί νά τόν ἀκολουθήσει, καί «ἀπῆλθε λυπούμενος».
Ἡ περίπτωση τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος θά εἶχε ὑποβληθεῖ καί σέ πολλές θυσίες προκειμένου νά ἐφαρμόσει στή ζωή του τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μᾶς δείχνει πόσο δύσκολο τελικά εἶναι νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος τή σωτηρία του· τόσο δύσκολο, ὥστε νά φαίνεται εὐκολότερο, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, νά περάσει ἕνα χονδρό σχοινί ἀπό τήν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρά νά εἰσέλθει ἕνας πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.